μέροπος

μέροπος
μέροψ
dividing the voice
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μέροπος — Μέροψ dividing the voice masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… …   Dictionary of Greek

  • Πανδάρεως — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μέροπος και της νύμφης Εχέμειας, από τη Μίλητο. Έκλεψε από την Κρήτη ένα σκύλο κατασκευασμένο από χρυσάφι, έργο του Hφαίστου, που ήταν φύλακας του ναού του Δία, και τον έδωσε στον Τάλαντο για να τον φυλάξει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”